- ἀκτέος
- ἀκτέονone must leadmasc nom sgἀκτέοςone must leadmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακτέος — ἀκτέος, α, ον (Α) ρηματικό επίθετο τού ἄγω* … Dictionary of Greek
ἀκτέον — one must lead masc acc sg ἀκτέον one must lead neut nom/voc/acc sg ἀκτέος one must lead masc/fem acc sg ἀκτέος one must lead neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τέος — α, ο / τέος, α, ον, ΝΜΑ καταλήξεις ρηματικών επιθέτων με τις οποίες δηλώνεται ότι πρέπει ή οφείλει να γίνει το σημαινόμενο τού ρήματος. Το επίθημα σε τέος, αβέβαιης ετυμολ., φαίνεται ότι αρχικά δεν είχε καμία σχέση με την κατάληξη τός. Μια… … Dictionary of Greek
ακτέα — ἀκτέα και ῆ, η (Α) το φυτό Sambucus nigra (κοινώς αφροξυλιά ή κουφοξυλιά). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκτέα είναι άγνωστης ετυμολογικής προέλευσης η κατάλ. έα τής λ. απαντά και σε άλλα ονόματα φυτών, όπως: ἰτέα, πτελέα. Στον Θεόφραστο απαντά και τ. ἀκτέος.… … Dictionary of Greek
ἀκτέα — ἀκτέᾱ , ἀκτέα elder tree fem nom/voc/acc dual (epic ionic) ἀκτέον one must lead neut nom/voc/acc pl ἀκτέᾱ , ἀκτέον one must lead fem nom/voc/acc dual ἀκτέᾱ , ἀκτέον one must lead fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀκτέος one must lead neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτέοι — ἀκτέον one must lead masc nom/voc pl ἀκτέος one must lead masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτέων — ἀκτέα elder tree fem gen pl ἀκτέον one must lead masc/neut gen pl ἀκτέος one must lead masc/fem/neut gen pl ἀκτή headland fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)